Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ομοργάζω — ὀμοργάζω (Α) σφουγγίζω, σκουπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀμοργ τού ὀμόργνυμι + κατάλ. άζω] … Dictionary of Greek
ὠμόργαζε — ὀμοργάζω wipe off imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)